βουφθαλμία

βουφθαλμία
η мед. пучеглазие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βουφθαλμία" в других словарях:

  • βουφθαλμία — η αύξηση του όγκου του βολβού του ματιού, ο οποίος, προεξέχοντας προς τα έξω, θυμίζει μάτι βοδιού …   Dictionary of Greek

  • υδρόφθαλμος — η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροφθαλμία 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδρόφθαλμος ιατρ. πάθηση τών οφθαλμών κατά την οποία ο βολβός διογκώνεται λόγω αυξήσεως τής ενδοφθάλμικής πίεσης, αλλ. υδροφθαλμία ή βουφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»